Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὸ λινοῦν

См. также в других словарях:

  • λινοῦν — λίνεος of flax masc acc sg (attic epic) λίνεος of flax neut nom/voc/acc sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαρτός — ή, ό (AM δαρτός, ή, όν) νεοελλ. 1. δαρμένος, ξυλοκοπημένος 2. (για τη βροχή) ραγδαία («πιάνει μια δαρτή βροχή, νεροποντή σωστή») 3. (για το γάλα, τα αβγά κ.λπ.) όποιος έχει υποστεί έντονη ανατάραξη κατά την επεξεργασία του («δαρτό γάλα») μσν. φρ …   Dictionary of Greek

  • ναφρόν — ναφρόν, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λινοῡν ῥάμμα» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»